-
1 habiter
κατοικώ -
2 obývat
κατοικώ -
3 inhabit
κατοικώ -
4 zamieszkiwać
κατοικώ -
5 жить
жить ζω κατοικώ, μένω, διαμένω (проживать) я живу в Москве ζω στη Μόσχα где вы живёте? πού μένετε; я живу на улице Горького μένω στην οδό Γκόρκι* * *ζω; κατοικώ, μένω, διαμένω ( проживать)я живу́ в Москве́ — ζω στη Μόσχα
я живу́ на у́лице Го́рького — μένω στην οδό Γκόρκι
-
6 проживать
-
7 водвориться
водворить||ся1. (поселяться, помещаться) ἐγκαθίσταμαι, κατοικώ·2. (о порядке) ἀποκαθίσταμαι, ἐπιβάλλομαι. -
8 вот
вотчастица1. (указательная) νά, ἰδού:\вот где я живу́ νά ποῦ κατοικώ, νά ποῦ μένω· \вот как было Дело νά πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεση· \вот это, вот эта αὐτό, αὐτη·2. (в заключение) νά, ιδού:\вот и все αὐτό ήτανε ὀλο· \вот и готово Ετοιμο·3. (в восклицании) καί, νά:\вот так неожиданность! ἄλλο ἀναπάντεχο καί τοϋτο!· \вот как! ὡστε ἔτσι λοιπόν!· \вот и отлично! περίφημα!· \вот и мы! νἄμαστε καί μεῖς!·4. (при логическом ударении):\вот вас-то мне и надо ἐσάς ἀκριβῶς ζητούσα! \вот этого я вам не обещаю αὐτό δέν σας τό ὑπόσχομαι· ◊ \вот так! (одобрение) ἐτσι μπράβο!· \вот еще! (несогласие) νάτα μας! -
9 глушь
глуш||ьж1. (чаща) τό πυκνόφυτο μέρος:лесна́я \глушь ἡ λόχμη·2. (захолустье) τό ἀπόκεντρο, ἡ ἐρημιά:жить в \глушьи́ κατοικώ στήν ἐρημιά. -
10 жить
житьнесов ζῶ / διαμένω, κατοικώ (обитать):\жить зажиточно (скромно) ζω πλούσια (λιτά)1 \жить весело καλοπερνὤ \жить надеждой ζῶ μέ τήν ἐλπίδα· \жить в Москве ζῶ στή Μόσχα· \жить в деревне μένω στό χωριό· где вы живете? ποῦ μένετε;· я живу́ на пятом этаже μένω στό τέταρτο πάτωμα· ◊ жил-был (из сказки) μιά φορά κι ἕνα καιρό· \жить чужим умом δέν ἔχω δικιά μου γνώμη· \жить на широкую ногу ζῶ πλουσιοπάροχα· \жить припеваючи περνώ ζωή καί κότα, περνῶ ζωή χαρισάμενη· приказал долго \жить μᾶς ἀφησε χρόνους. -
11 квартировать
квартир||ова́тьнесов κατοικώ, διαμένω, ἐγκα-θίσταμαι / воен. στρατωνίζομαι, διασταθ-μεύω. -
12 кулички:
кули́чк||и:к черту на \кулички: разг στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· жить у черта на \кулички:ах Разг. κατοικώ πολύ μακρυά, κάθομαι στοῦ διαβόλου τή μάννα. -
13 населять
населятьнесов1. (заселять) συνοικίζω, κατοικίζω·2. (обитать где-л.) κατοικώ. -
14 обитать
обита||тьнесов οίκῶ, κατοικώ. -
15 оседать
оседа́||тьнесов1. (о стене и т. п.) κατακαθίζω, καθιζάνω, βουλιάζω:дом начал \оседатьть τό σπίτι ἄρ-χισε νά βουλιάζει·2. (опускаться на поверхность, дно) κατακαθίζω, καθιζάνω, ὑφιζάνω (о гуще, осадке)/ συσσωρεύομαι, μαζεύομαι (о пыли и т. ἡ.)/ πέφτω (о росе, тумане)·3. (обосновываться) εὐ-καθίσταμαι, κατοικώ μόνιμα. -
16 пожить
пожи́||тьсов1. ζωακ любитель весело \пожить αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν καλοζωία· \пожить в свое удовольствие разг καλοπερνώ*.2. (где-л.) μένω, διαμένω, κατοικώ:\пожитьви́ у меня иемио́го μείνε σέ μένα λίγο καιρό· ◊ \пожитьвем \пожить уви́дим! погов. ὁ καιρός θά δείξει, ὑγεία νἄχουμε καί βλέπουμε. -
17 помещаться
помеща||ться1. (находиться) εὐρίσκομαι, διαμένω, ἐγ-καθίσταμαι / κατοικώ (жить):парикмахерская \помещатьсяется в этом доме τό κουρείο βρίσκεται σ· αὐτό τό σπίτι·2. (вмещаться) χωρώ. -
18 пребывание
пребываниес ἡ διαμονή:место постоянного \пребываниения ἡ μόνιμη διαμονή, ἡ ἔδρα \пребываниеть несов1. (быть, находиться где-л.) διαμένω, εὐρίσκομαι, κατοικώ·2. (в каком-л. состоянии):\пребываниеть в неведении ἀγνοώ, παραμένω ἐν ἀγνοία· \пребываниеть в унынии μελαγχολώ. -
19 проживать
проживатьнесов1. (где-л.) κατοικώ, διαμένω·2. (деньги и т. п.) δαπανώ, (ἐ)ξοδεύω/ τρώγω (проедать)· \проживаться разг τρώγω τά λεφτά μου. -
20 расселить
расселитьсов, расселять несов1. (в разные места) τακτοποιώ σέ σπίτια, στεγάζω·2. (порознь) χωρίζω (μετ.), βάζω νά κατοικήσουν χωριστά· \расселиться1. (по разным местам) τακτοποιοῦμαι σέ σπίτια, στεγάζομαι·2. (порознь) χωρίζω (άμετ), κατοικώ χωριστά.
См. также в других словарях:
κατοικώ — κατοικώ, κατοίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… … Dictionary of Greek
κατοικώ — κατοίκησα, κατοικήθηκα, κατοικημένος 1. διαμένω μόνιμα σε κάποιο τόπο: Κατοικώ στην Αθήνα. 2. έχω κατοικία: Κατοικώ στην οδό Πόντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοικῶ — κατοικέω settle in pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατοικέω settle in pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατοικέω settle in pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατοικέω settle in pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικοεδρεύω — κατοικώ και έχω την έδρα τών ασχολιών μου σε κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοικῶ + ἑδρεύω. Η λ., στη μετοχή κατοικοεδρεύων, μαρτυρείται από το 1887 σε έγγραφο συμβολαιογράφου στην εφημερίδα Αλφειός] … Dictionary of Greek
κατοικοεδρεύω — κατοικώ σε κάποιο τόπο και συνάμα έχω σ αυτόν την έδρα των ασχολιών μου: Κατοικοεδρεύει στη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροικώ — παροικῶ, έω, Ν ΜΑ [οικώ] κατοικώ, διαμένω μόνιμα ως πάροικος σε ξένη χώρα χωρίς πολιτικά δικαιώματα, είμαι πάροικος («οὐ μόνον τοῑς πολίταις ἐξιέναι πανδημεί προσέταξαν, ἀλλὰ καὶ τοῑς παροικοῡσι ξένοις», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κατοικώ, διαμένω κάπου … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek
σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek
μεταναιετώ — μεταναιετῶ, άω (Α) κατοικώ με κάποιον, συγκατοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ναιετῶ «κατοικώ»] … Dictionary of Greek